- χειροπληθιαῖος
- χειρο-πληθιαῖος, a, ον, = foreg., Thphr.HP9.4.10, D.S.3.23,28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροπληθιαίος — αία, ον, Α χειροπληθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροπληθής + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
χειροπληθιαίους — χειροπληθιαῖος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)